- ἀκεσφόρον
- ἀκεσφόροςbringingcuremasc/fem acc sgἀκεσφόροςbringingcureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεσφόρος — ἀκεσφόρος, ον (Α) αυτός που φέρνει τη θεραπεία, ο θεραπευτής «τὸν μὲν θανάσιμον τὸν δ ἀκεσφόρον νόσων» (Ευρ. Ίων 1005). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσφορία] … Dictionary of Greek